Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
διεψευσμένως
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
δίζωος
διηγέομαι
διήγησις
View word page
διευνάω
διευνάω fut. άσω to lay asleep, τὸν βίοτον Eur.

ShortDef

to lay asleep

Debugging

Headword:
διευνάω
Headword (normalized):
διευνάω
Headword (normalized/stripped):
διευναω
IDX:
8367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8371
Key:
dieuna/w

Data

{'content': 'διευνάω\n fut. άσω\n to lay asleep, τὸν βίοτον Eur.', 'key': 'dieuna/w'}