Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνοβίας
αἰνόγαμος
αἰνόθεν
αἰνόθρυπτος
αἰνολαμπής
View word page
αἰνιγματώδης
αἰνιγματώδης εἶδος riddling, dark, Aesch.

ShortDef

riddling, dark

Debugging

Headword:
αἰνιγματώδης
Headword (normalized):
αἰνιγματώδης
Headword (normalized/stripped):
αινιγματωδης
IDX:
837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n837
Key:
ai)nigmatw/dhs

Data

{'content': 'αἰνιγματώδης\n εἶδος\n riddling, dark, Aesch.', 'key': 'ai)nigmatw/dhs'}