Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
διεψευσμένως
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
δίζωος
View word page
διευλαβέομαι
διευλαβέομαι aor1 -ηυλαβήθην Dep. to take good heed to, beware of, be on oneʼs guard against, c. acc. or gen., Plat.
ShortDef
to take good heed to, beware of, be on one's guard against
Debugging
Headword:
διευλαβέομαι
Headword (normalized):
διευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
διευλαβεομαι
IDX:
8365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8369
Key:
dieulabe/omai
Data
{'content': 'διευλαβέομαι\n aor1 -ηυλαβήθην\n Dep. to take good heed to, beware of, be on oneʼs guard against, c. acc. or gen., Plat.', 'key': 'dieulabe/omai'}