Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
διεψευσμένως
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
View word page
διευκρινέω
διευκρινέω fut. ήσω to separate accurately, arrange carefully, Xen.
ShortDef
to separate accurately, arrange carefully
Debugging
Headword:
διευκρινέω
Headword (normalized):
διευκρινέω
Headword (normalized/stripped):
διευκρινεω
IDX:
8364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8368
Key:
dieukrine/w
Data
{'content': 'διευκρινέω\n fut. ήσω\n to separate accurately, arrange carefully, Xen.', 'key': 'dieukrine/w'}