Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
διεψευσμένως
δίζημαι
δίζυξ
View word page
διευθύνω
διευθύνω fut. υνῶ to set right, amend, Luc.

ShortDef

to set right, amend

Debugging

Headword:
διευθύνω
Headword (normalized):
διευθύνω
Headword (normalized/stripped):
διευθυνω
IDX:
8363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8367
Key:
dieuqu/nw

Data

{'content': 'διευθύνω\n fut. υνῶ\n to set right, amend, Luc.', 'key': 'dieuqu/nw'}