Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
διεψευσμένως
View word page
διετής
διετής δι-ετής, ές ἔτος of or lasting two years, Hdt.:— διετές, Lat. biennium, ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν to be two years past puberty, Aeschin.
ShortDef
of or lasting two years
Debugging
Headword:
διετής
Headword (normalized):
διετής
Headword (normalized/stripped):
διετης
IDX:
8361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8365
Key:
dieth/s
Data
{'content': 'διετής\n δι-ετής, ές\n ἔτος\n of or lasting two years, Hdt.:— διετές, Lat. biennium, ἐπὶ διετὲς ἡβᾶν to be two years past puberty, Aeschin.', 'key': 'dieth/s'}