Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
διέχω
View word page
διετήσιος
διετήσιος lasting through the year, Lat. perennis, Thuc.
ShortDef
lasting through the year
Debugging
Headword:
διετήσιος
Headword (normalized):
διετήσιος
Headword (normalized/stripped):
διετησιος
IDX:
8360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8364
Key:
dieth/sios
Data
{'content': 'διετήσιος\n lasting through the year, Lat. perennis, Thuc.', 'key': 'dieth/sios'}