Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
διευσχημονέω
διευτυχέω
View word page
διεσκεμμένως
διεσκεμμένως adverbadverb of διασκοπέω, prudently, Xen.
ShortDef
prudently
Debugging
Headword:
διεσκεμμένως
Headword (normalized):
διεσκεμμένως
Headword (normalized/stripped):
διεσκεμμενως
IDX:
8359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8363
Key:
dieskemme/nws
Data
{'content': 'διεσκεμμένως\nadverbadverb of διασκοπέω,\n prudently, Xen.', 'key': 'dieskemme/nws'}