Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
διευνάω
View word page
διερωτάω
διερωτάω fut. ήσω to cross-question, τινα Plat. to ask constantly or continually, Dem.
ShortDef
to cross-question
Debugging
Headword:
διερωτάω
Headword (normalized):
διερωτάω
Headword (normalized/stripped):
διερωταω
IDX:
8357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8361
Key:
dierwta/w
Data
{'content': 'διερωτάω\n fut. ήσω\n to cross-question, τινα Plat.\n to ask constantly or continually, Dem.', 'key': 'dierwta/w'}