Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
διευλαβέομαι
διευλαβητέος
View word page
διερῶ
διερῶ perf διείρηκα διερῶ serving as fut., διείρηκα as perf., of διαγορεύω cf. διεῖπον to say fully, distinctly, expressly, Plat., Dem.:—Pass., aor1 διερρήθην, perf. διείρημαι, Plat.
ShortDef
to say fully, distinctly, expressly
Debugging
Headword:
διερῶ
Headword (normalized):
διερῶ
Headword (normalized/stripped):
διερω
IDX:
8356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8360
Key:
dierw=
Data
{'content': 'διερῶ\n perf διείρηκα\n διερῶ serving as fut., διείρηκα as perf., of διαγορεύω\n cf. διεῖπον\n to say fully, distinctly, expressly, Plat., Dem.:—Pass., aor1 διερρήθην, perf. διείρημαι, Plat.', 'key': 'dierw='}