Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
διευκρινέω
View word page
διερύκω
διερύκω to keep off, to hinder, Plut.
ShortDef
to keep off, to hinder
Debugging
Headword:
διερύκω
Headword (normalized):
διερύκω
Headword (normalized/stripped):
διερυκω
IDX:
8354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8358
Key:
dieru/kw
Data
{'content': 'διερύκω\n to keep off, to hinder, Plut.', 'key': 'dieru/kw'}