Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
διετία
διευθύνω
View word page
διέρπω
διέρπω fut. -ερπύσω to creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, Soph.

ShortDef

to creep

Debugging

Headword:
διέρπω
Headword (normalized):
διέρπω
Headword (normalized/stripped):
διερπω
IDX:
8353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8357
Key:
die/rpw

Data

{'content': 'διέρπω\n fut. -ερπύσω\n to creep or pass through, πῦρ δ., of the ordeal of fire, Soph.', 'key': 'die/rpw'}