Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
διετής
View word page
διερμηνεύω
διερμηνεύω fut. σω to interpret, expound, NTest.
ShortDef
to interpret, expound
Debugging
Headword:
διερμηνεύω
Headword (normalized):
διερμηνεύω
Headword (normalized/stripped):
διερμηνευω
IDX:
8351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8355
Key:
diermhneu/w
Data
{'content': 'διερμηνεύω\n fut. σω\n to interpret, expound, NTest.', 'key': 'diermhneu/w'}