Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
διετήσιος
View word page
διερμηνευτής
διερμηνευτής διερμηνευτής, οῦ, from διερμηνεύω an interpreter, NTest.

ShortDef

an interpreter

Debugging

Headword:
διερμηνευτής
Headword (normalized):
διερμηνευτής
Headword (normalized/stripped):
διερμηνευτης
IDX:
8350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8354
Key:
diermhneuth/s

Data

{'content': 'διερμηνευτής\n διερμηνευτής, οῦ,\n from διερμηνεύω\n an interpreter, NTest.', 'key': 'diermhneuth/s'}