Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
διεσκεμμένως
View word page
διερίζω
διερίζω fut. σω to strive with one another:— Mid. to contend with, τινί Plut.
ShortDef
to strive with one another
Debugging
Headword:
διερίζω
Headword (normalized):
διερίζω
Headword (normalized/stripped):
διεριζω
IDX:
8349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8353
Key:
dieri/zw
Data
{'content': 'διερίζω\n fut. σω\n to strive with one another:— Mid. to contend with, τινί Plut.', 'key': 'dieri/zw'}