Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
διερωτάω
διεσθίω
View word page
διερευνητής
διερευνητής διερευνητής, οῦ, from διερευνάω a scout or vidette, Xen.

ShortDef

a scout

Debugging

Headword:
διερευνητής
Headword (normalized):
διερευνητής
Headword (normalized/stripped):
διερευνητης
IDX:
8348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8352
Key:
diereunhth/s

Data

{'content': 'διερευνητής\n διερευνητής, οῦ,\n from διερευνάω\n a scout or vidette, Xen.', 'key': 'diereunhth/s'}