διερευνητής
διερευνητής
διερευνητής, οῦ,
from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.
{
"content": "διερευνητής\n διερευνητής, οῦ,\n from διερευνάω\n a scout or vidette, Xen.",
"key": "diereunhth/s"
}