Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
διέρχομαι
διερῶ
View word page
διερέσσω
διερέσσω fut. -ερέσω aor1 -ήρεσα poet. -ήρεσσα to row about, χερσὶ δ. to swim, Od. c. acc., δ. τὰς χέρας to swing them about, Eur.
ShortDef
to row about
Debugging
Headword:
διερέσσω
Headword (normalized):
διερέσσω
Headword (normalized/stripped):
διερεσσω
IDX:
8346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8350
Key:
diere/ssw
Data
{'content': 'διερέσσω\n fut. -ερέσω\n aor1 -ήρεσα\n poet. -ήρεσσα\n to row about, χερσὶ δ. to swim, Od.\n c. acc., δ. τὰς χέρας to swing them about, Eur.', 'key': 'diere/ssw'}