Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
διερύκω
View word page
διεργάζομαι
διεργάζομαι fut. άσομαι Dep. to make an end of, kill, destroy, Lat. conficere, Hdt., Soph.:—plup. in pass. sense, διέργαστο τὰ πράγματα, actum erat de rebus, Hdt.; so in aor1 διεργασθεῖτʼ ἄν Eur.

ShortDef

to make an end of, kill, destroy

Debugging

Headword:
διεργάζομαι
Headword (normalized):
διεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διεργαζομαι
IDX:
8344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8348
Key:
dierga/zomai

Data

{'content': 'διεργάζομαι\n fut. άσομαι\n Dep. to make an end of, kill, destroy, Lat. conficere, Hdt., Soph.:—plup. in pass. sense, διέργαστο τὰ πράγματα, actum erat de rebus, Hdt.; so in aor1 διεργασθεῖτʼ ἄν Eur.', 'key': 'dierga/zomai'}