Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
διέρπω
View word page
διέπω
διέπω fut. ψω to manage an affair, order, arrange, Il.; δ. τὰ πρήγματα Hdt.

ShortDef

to manage

Debugging

Headword:
διέπω
Headword (normalized):
διέπω
Headword (normalized/stripped):
διεπω
IDX:
8343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8347
Key:
die/pw

Data

{'content': 'διέπω\n fut. ψω\n to manage an affair, order, arrange, Il.; δ. τὰ πρήγματα Hdt.', 'key': 'die/pw'}