Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
διερμηνεύω
διερός
View word page
διεορτάζω
διεορτάζω fut. σω to keep the feast throughout, Thuc.

ShortDef

to keep the feast throughout

Debugging

Headword:
διεορτάζω
Headword (normalized):
διεορτάζω
Headword (normalized/stripped):
διεορταζω
IDX:
8342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8346
Key:
dieorta/zw

Data

{'content': 'διεορτάζω\n fut. σω\n to keep the feast throughout, Thuc.', 'key': 'dieorta/zw'}