Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
διερμηνευτής
View word page
διέξοδος
διέξοδος δι-έξοδος, ἡ, a way out through, an outlet, passage, channel, Hdt.; διέξοδοι ὁδῶν passage-ways, Hdt. a pathway, orbit, of the sun, Hdt., etc. an issue, event, Hdt. a detailed narrative, description, Plat.

ShortDef

a way out through, an outlet, passage, channel

Debugging

Headword:
διέξοδος
Headword (normalized):
διέξοδος
Headword (normalized/stripped):
διεξοδος
IDX:
8340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8344
Key:
die/codos

Data

{'content': 'διέξοδος\n δι-έξοδος, ἡ,\n a way out through, an outlet, passage, channel, Hdt.; διέξοδοι ὁδῶν passage-ways, Hdt.\n a pathway, orbit, of the sun, Hdt., etc.\n an issue, event, Hdt.\n a detailed narrative, description, Plat.', 'key': 'die/codos'}