Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
διερέσσω
διερευνάω
διερευνητής
διερίζω
View word page
διεξοδικός
διεξοδικός διεξοδικός, ή, όν from διέξοδος detailed, Plut.

ShortDef

detailed

Debugging

Headword:
διεξοδικός
Headword (normalized):
διεξοδικός
Headword (normalized/stripped):
διεξοδικος
IDX:
8339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8343
Key:
diecodiko/s

Data

{'content': 'διεξοδικός\n διεξοδικός, ή, όν\n from διέξοδος\n detailed, Plut.', 'key': 'diecodiko/s'}