Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
διερείδω
View word page
διεξερέομαι
διεξερέομαι to learn by close questioning a person, τινά τι Il.

ShortDef

to learn by close questioning

Debugging

Headword:
διεξερέομαι
Headword (normalized):
διεξερέομαι
Headword (normalized/stripped):
διεξερεομαι
IDX:
8335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8339
Key:
diecere/omai

Data

{'content': 'διεξερέομαι\n to learn by close questioning a person, τινά τι Il.', 'key': 'diecere/omai'}