Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
διέπω
διεργάζομαι
View word page
διεξελίσσω
διεξελίσσω Attic -ττω fut. ξω to unroll, untie, Hdt.
ShortDef
to unroll, untie
Debugging
Headword:
διεξελίσσω
Headword (normalized):
διεξελίσσω
Headword (normalized/stripped):
διεξελισσω
IDX:
8334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8338
Key:
dieceli/ssw
Data
{'content': 'διεξελίσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to unroll, untie, Hdt.', 'key': 'dieceli/ssw'}