Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
διεορτάζω
View word page
διεξελαύνω
διεξελαύνω fut. -ελάσω Attic -ελῶ to drive, ride, march through, absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.

ShortDef

to drive, ride, march through

Debugging

Headword:
διεξελαύνω
Headword (normalized):
διεξελαύνω
Headword (normalized/stripped):
διεξελαυνω
IDX:
8332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8336
Key:
diecelau/nw

Data

{'content': 'διεξελαύνω\n fut. -ελάσω\n Attic -ελῶ\n to drive, ride, march through, absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.', 'key': 'diecelau/nw'}