Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
διεξυφαίνω
View word page
διεξέλασις
διεξέλασις διεξέλᾰσις, εως from διεξελαύνω = διέλασις, Plut.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεξέλασις
Headword (normalized):
διεξέλασις
Headword (normalized/stripped):
διεξελασις
IDX:
8331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8335
Key:
diece/lasis

Data

{'content': 'διεξέλασις\n διεξέλᾰσις, εως\n from διεξελαύνω\n = διέλασις, Plut.', 'key': 'diece/lasis'}