Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
διέξοδος
View word page
διέξειμι
διέξειμι inf. -εξιέναι Epic -εξίμεναι εἶμι ibo to go out through, pass through, Il., Hdt. to go through in detail, recount in full, relate circumstantially, Hdt., Plat., etc.; δ. περί τινος to go through by way of examining, Eur.

ShortDef

go through, tell in detail

Debugging

Headword:
διέξειμι
Headword (normalized):
διέξειμι
Headword (normalized/stripped):
διεξειμι
IDX:
8330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8334
Key:
die/ceimi

Data

{'content': 'διέξειμι\n inf. -εξιέναι\n Epic -εξίμεναι\n εἶμι ibo\n to go out through, pass through, Il., Hdt.\n to go through in detail, recount in full, relate circumstantially, Hdt., Plat., etc.; δ. περί τινος to go through by way of examining, Eur.', 'key': 'die/ceimi'}