Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
διεξίημι
διεξοδικός
View word page
διεξαΐσσω
διεξαΐσσω Attic -άττω fut. ξω to rush forth, Theocr.

ShortDef

rush forth

Debugging

Headword:
διεξαΐσσω
Headword (normalized):
διεξαΐσσω
Headword (normalized/stripped):
διεξαισσω
IDX:
8329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8333
Key:
diecai/ssw

Data

{'content': 'διεξαΐσσω\n Attic -άττω\n fut. ξω\n to rush forth, Theocr.', 'key': 'diecai/ssw'}