Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
διεξηγέομαι
View word page
διενιαυτίζω
διενιαυτίζω fut. σω ἐνιαυτός to live out the year, Hdt.
ShortDef
to live out the year
Debugging
Headword:
διενιαυτίζω
Headword (normalized):
διενιαυτίζω
Headword (normalized/stripped):
διενιαυτιζω
IDX:
8327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8331
Key:
dieniauti/zw
Data
{'content': 'διενιαυτίζω\n fut. σω\n ἐνιαυτός\n to live out the year, Hdt.', 'key': 'dieniauti/zw'}