Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
διεξέρχομαι
View word page
διενεκτέος
διενεκτέος διενεκτέος, ον verb. adj. of διαφέρω one must excel, Luc.

ShortDef

one must excel

Debugging

Headword:
διενεκτέος
Headword (normalized):
διενεκτέος
Headword (normalized/stripped):
διενεκτεος
IDX:
8326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8330
Key:
dienekte/os

Data

{'content': 'διενεκτέος\n διενεκτέος, ον\n verb. adj. of διαφέρω\n one must excel, Luc.', 'key': 'dienekte/os'}