Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
διεξερέομαι
View word page
δίεμαι
δίεμαι as if from an Act. δίημι δίω to flee, speed, πεδίοιο over the plain, Il.; δίεσθαι to hasten away, Il. to fear, c. inf., Aesch.

ShortDef

to flee, speed

Debugging

Headword:
δίεμαι
Headword (normalized):
δίεμαι
Headword (normalized/stripped):
διεμαι
IDX:
8325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8329
Key:
di/emai

Data

{'content': 'δίεμαι\n as if from an Act. δίημι δίω\n to flee, speed, πεδίοιο over the plain, Il.; δίεσθαι to hasten away, Il.\n to fear, c. inf., Aesch.', 'key': 'di/emai'}