Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
διεξελέγχω
διεξελίσσω
View word page
διεμφαίνω
διεμφαίνω fut. -φανῶ to shew through, Luc.

ShortDef

to shew through

Debugging

Headword:
διεμφαίνω
Headword (normalized):
διεμφαίνω
Headword (normalized/stripped):
διεμφαινω
IDX:
8324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8328
Key:
diemfai/nw

Data

{'content': 'διεμφαίνω\n fut. -φανῶ\n to shew through, Luc.', 'key': 'diemfai/nw'}