Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
διεξελαύνω
View word page
διέλκω
διέλκω fut. -ελκύσω aor1 -είλκυσα to draw asunder, widen, Plat. to pull through a thing, c. gen., Ar. to keep on drinking, Ar.
ShortDef
to draw asunder, widen
Debugging
Headword:
διέλκω
Headword (normalized):
διέλκω
Headword (normalized/stripped):
διελκω
IDX:
8322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8326
Key:
die/lkw
Data
{'content': 'διέλκω\n fut. -ελκύσω\n aor1 -είλκυσα\n to draw asunder, widen, Plat.\n to pull through a thing, c. gen., Ar.\n to keep on drinking, Ar.', 'key': 'die/lkw'}