Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
διέξειμι
διεξέλασις
View word page
διελέγχω
διελέγχω fut. ξω to refute utterly, Plat.
ShortDef
to refute utterly
Debugging
Headword:
διελέγχω
Headword (normalized):
διελέγχω
Headword (normalized/stripped):
διελεγχω
IDX:
8321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8325
Key:
diele/gxw
Data
{'content': 'διελέγχω\n fut. ξω\n to refute utterly, Plat.', 'key': 'diele/gxw'}