Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
διενεκτέος
διενιαυτίζω
διεντέρευμα
διεξαΐσσω
View word page
διέλασις
διέλασις διέλᾰσις, εως from διελαύνω a driving through: a charge or exercise of cavalry, Xen.
ShortDef
a driving through: a charge
Debugging
Headword:
διέλασις
Headword (normalized):
διέλασις
Headword (normalized/stripped):
διελασις
IDX:
8319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8323
Key:
die/lasis
Data
{'content': 'διέλασις\n διέλᾰσις, εως\n from διελαύνω\n a driving through: a charge or exercise of cavalry, Xen.', 'key': 'die/lasis'}