Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
View word page
αἰνετός
αἰνετός verb. adj. of αἰνέω praiseworthy, Arist., Anth.
ShortDef
praiseworthy
Debugging
Headword:
αἰνετός
Headword (normalized):
αἰνετός
Headword (normalized/stripped):
αινετος
IDX:
832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n832
Key:
ai)neto/s
Data
{'content': 'αἰνετός\n verb. adj. of αἰνέω\n praiseworthy, Arist., Anth.', 'key': 'ai)neto/s'}