Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
διεμφαίνω
δίεμαι
View word page
διεκδύομαι
διεκδύομαι aor2 διεξέδυν to slip out through, c. acc., Plut.

ShortDef

to slip out through

Debugging

Headword:
διεκδύομαι
Headword (normalized):
διεκδύομαι
Headword (normalized/stripped):
διεκδυομαι
IDX:
8315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8319
Key:
diekdu/omai

Data

{'content': 'διεκδύομαι\n aor2 διεξέδυν\n to slip out through, c. acc., Plut.', 'key': 'diekdu/omai'}