Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
διελέγχω
διέλκω
διεμπολάω
View word page
διέκπλοος
διέκπλοος διέκπλοος οου , ὁ, from διεκπλέω a sailing across or through, passing across or through, Hdt. a breaking the enemyʼs line in a sea-fight, Hdt., Thuc.

ShortDef

a sailing across

Debugging

Headword:
διέκπλοος
Headword (normalized):
διέκπλοος
Headword (normalized/stripped):
διεκπλοος
IDX:
8313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8317
Key:
die/kploos

Data

{'content': 'διέκπλοος\n διέκπλοος οου , ὁ, \n from διεκπλέω\n a sailing across or through, passing across or through, Hdt.\n a breaking the enemyʼs line in a sea-fight, Hdt., Thuc.', 'key': 'die/kploos'}