Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
διελαύνω
View word page
διεκπεραίνω
διεκπεραίνω fut. ανῶ to go through with, Xen.
ShortDef
to go through with
Debugging
Headword:
διεκπεραίνω
Headword (normalized):
διεκπεραίνω
Headword (normalized/stripped):
διεκπεραινω
IDX:
8310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8314
Key:
diekperai/nw
Data
{'content': 'διεκπεραίνω\n fut. ανῶ\n to go through with, Xen.', 'key': 'diekperai/nw'}