Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
διεκφεύγω
διεκχέω
διέλασις
View word page
διεκπαίω
διεκπαίω fut. σω to break or burst through, Luc.

ShortDef

to break

Debugging

Headword:
διεκπαίω
Headword (normalized):
διεκπαίω
Headword (normalized/stripped):
διεκπαιω
IDX:
8309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8313
Key:
diekpai/w

Data

{'content': 'διεκπαίω\n fut. σω\n to break or burst through, Luc.', 'key': 'diekpai/w'}