Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
διεκδύομαι
διέκροος
View word page
διειρωνόξενος
διειρωνόξενος δι-ειρωνό-ξενος, ον dissembling with oneʼs guests, Ar.
ShortDef
dissembling with one's guests
Debugging
Headword:
διειρωνόξενος
Headword (normalized):
διειρωνόξενος
Headword (normalized/stripped):
διειρωνοξενος
IDX:
8306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8310
Key:
dieirwno/cenos
Data
{'content': 'διειρωνόξενος\n δι-ειρωνό-ξενος, ον\n dissembling with oneʼs guests, Ar.', 'key': 'dieirwno/cenos'}