Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
διέκ
View word page
διειρύω
διειρύω Ionic for διερύω to draw across, τὰς νέας τὸν ἰσθμόν Hdt.

ShortDef

to draw across

Debugging

Headword:
διειρύω
Headword (normalized):
διειρύω
Headword (normalized/stripped):
διειρυω
IDX:
8304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8308
Key:
dieiru/w

Data

{'content': 'διειρύω\n Ionic for διερύω\n to draw across, τὰς νέας τὸν ἰσθμόν Hdt.', 'key': 'dieiru/w'}