Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
διέκπλοος
View word page
διείρομαι
διείρομαι aor2 inf. δι-ερέσθαι to question closely, Hom., Plat.
ShortDef
to question closely
Debugging
Headword:
διείρομαι
Headword (normalized):
διείρομαι
Headword (normalized/stripped):
διειρομαι
IDX:
8303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8307
Key:
diei/romai
Data
{'content': 'διείρομαι\n aor2 inf. δι-ερέσθαι\n to question closely, Hom., Plat.', 'key': 'diei/romai'}