Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
διεκπαίω
διεκπεραίνω
διεκπεράω
διεκπλέω
View word page
διείργω
διείργω Epic Ionic δι-έργω Epic δι-εέργω to keep asunder, separate, Il., Hdt., Thuc. seemingly intr., to lie between, Xen.

ShortDef

to keep asunder, separate

Debugging

Headword:
διείργω
Headword (normalized):
διείργω
Headword (normalized/stripped):
διειργω
IDX:
8302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8306
Key:
diei/rgw

Data

{'content': 'διείργω\n Epic Ionic δι-έργω\n Epic δι-εέργω\n to keep asunder, separate, Il., Hdt., Thuc.\n seemingly intr., to lie between, Xen.', 'key': 'diei/rgw'}