Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διέκδυσις
διεκθέω
View word page
διεῖδον
διεῖδον inf. -ιδεῖν aor2 with no pres. in use, διοράω being used instead cf. διαείδω to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.
ShortDef
to see thoroughly, discern
Debugging
Headword:
διεῖδον
Headword (normalized):
διεῖδον
Headword (normalized/stripped):
διειδον
IDX:
8298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8302
Key:
diei=don
Data
{'content': 'διεῖδον\n inf. -ιδεῖν\n aor2 with no pres. in use, διοράω being used instead\n cf. διαείδω\n to see thoroughly, discern, Ar., Plat.; διιδεῖν περί τινος Plat.', 'key': 'diei=don'}