Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱμόρροια
αἱμόρρυτος
αἱμοσταγής
αἱμοφόρυκτος
αἱμυλία
αἱμυλομήτης
αἱμύλος
αἱμώδης
αἵμων
αἱμωπός
αἰναρέτης
αἴνεσις
αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτήριος
View word page
αἰναρέτης
αἰναρέτης αἰνός, ἀρετή terribly brave, Il.
ShortDef
terribly brave
Debugging
Headword:
αἰναρέτης
Headword (normalized):
αἰναρέτης
Headword (normalized/stripped):
αιναρετης
IDX:
830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n830
Key:
ai)nare/ths
Data
{'content': 'αἰναρέτης\n αἰνός, ἀρετή \n terribly brave, Il.', 'key': 'ai)nare/ths'}