Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
διείρομαι
View word page
διδυμογενής
διδυμογενής δῐδῠμο-γενής, ές γίγνομαι twin-born, Eur.

ShortDef

twin-born

Debugging

Headword:
διδυμογενής
Headword (normalized):
διδυμογενής
Headword (normalized/stripped):
διδυμογενης
IDX:
8293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8297
Key:
didumogenh/s

Data

{'content': 'διδυμογενής\n δῐδῠμο-γενής, ές\n γίγνομαι\n twin-born, Eur.', 'key': 'didumogenh/s'}