Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
διείργω
View word page
διδυμάων
διδυμάων δῐδῠμά_ων, ονος, δίδυμος only in dual nom. and pl. dat. twin-brothers, twins, Il.

ShortDef

twin-brothers, twins

Debugging

Headword:
διδυμάων
Headword (normalized):
διδυμάων
Headword (normalized/stripped):
διδυμαων
IDX:
8292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8296
Key:
diduma/wn

Data

{'content': 'διδυμάων\n δῐδῠμά_ων, ονος,\n δίδυμος\n only in dual nom. and pl. dat.\n twin-brothers, twins, Il.', 'key': 'diduma/wn'}