Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
διειλημμένως
δίειμι
διεῖπον
View word page
διδυμητόκος
διδυμητόκος Doric διδῠμᾱ-τόκος, ον τίκτω bearing twins, Theocr., Anth.
ShortDef
twin bearing; twin born (a twin)
Debugging
Headword:
διδυμητόκος
Headword (normalized):
διδυμητόκος
Headword (normalized/stripped):
διδυμητοκος
IDX:
8291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8295
Key:
didumato/kos
Data
{'content': 'διδυμητόκος\n Doric διδῠμᾱ-τόκος, ον\n τίκτω\n bearing twins, Theocr., Anth.', 'key': 'didumato/kos'}