Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διδακτικός
διδακτός
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
δίδημι
διδράσκω
δίδραχμος
διδυμάνωρ
διδυμητόκος
διδυμάων
διδυμογενής
δίδυμος
διεγγυάω
δίδωμι
διεγγύησις
διεῖδον
View word page
διδράσκω
διδράσκω redupl. from !δρα whence the compds. ἀποδρᾶναι, etc. to run away
ShortDef
to run away
Debugging
Headword:
διδράσκω
Headword (normalized):
διδράσκω
Headword (normalized/stripped):
διδρασκω
IDX:
8288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8292
Key:
didra/skw
Data
{'content': 'διδράσκω\n redupl. from !δρα\n whence the compds. ἀποδρᾶναι, etc.\n to run away', 'key': 'didra/skw'}